- Καδμηις
- Καδμηΐς-ΐδος ἥ1) кадмеянка, т.е. фиванка Anth.2) дочь Кадма, т.е. Семела HH.3) (sc. γῆ) Кадмеида, т.е. Беотия Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Καδμηίς — the Cadmeans fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδα — Καδμηίς the Cadmeans fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδας — Καδμηίς the Cadmeans fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδες — Καδμηίς the Cadmeans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδι — Καδμηίς the Cadmeans fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίδος — Καδμηίς the Cadmeans fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek